- ημαρτημενως
- ἡμαρτημένωςadv. неправильно, ошибочно
(ἡγεῖσθαί τινι Plat.)
ἡ. ἔχειν Plat. — быть неправильным
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἡγεῖσθαί τινι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ημαρτημένως — (AM ἡμαρτημένως) επίρρ. εσφαλμένως αρχ. φρ. «ἡμαρτημένως ἔχει» είναι εσφαλμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημαρτημένος, μτχ. παρακμ. τού αμαρτάνομαι] … Dictionary of Greek
ἡμαρτημένως — ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) perf part mp masc acc pl (doric) ἁμαρτέω attend perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡμαρτημένως faultily indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)